- βοοσσόος
- βοοσσόος και βουσσόος, -ον (Α)1. (για τον οίστρο) αυτός που κεντρίζει τα βόδια2. το αρσ. ως ουσ. ο οίστρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -σόος < σεύω «θέτω σε γρήγορη κίνηση, καταδιώκω, κυνηγώ» (πρβλ. λαοσσόος, ιπποσσόος)].
Dictionary of Greek. 2013.